Καλήτορα

Καλήτορα
Καλήτωρ
crier
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλήτορα — καλήτωρ crier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλήτωρ — καλήτωρ, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που καλεί, που συγκαλεί, κήρυκας, διαλαλητής («κήρυκα καλήτορα», Ομ. Ιλ.) 2. κύριο όνομα (στον Όμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλη (τού καλῶ), το οποίο αποτελεί προϊόν συμφυρμού τών μορφών καλέ και κλη (βλ. καλώ) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”